- ἔσπειρε
- σπείρωsowaor ind act 3rd sgσπείρωsowimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστροσεν, ὡς ἔσπειρε θέριζει. — См. Как постелешь, так и поспишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek
ἔσπειρ' — ἔσπειρα , σπείρω sow aor ind act 1st sg ἔσπειρε , σπείρω sow aor ind act 3rd sg ἔσπειρε , σπείρω sow imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
как постелешь, так и поспишь — Ср. Как постелешь, бабушка, так и выспишься... В.И. Даль. Братец и сестрица. Ср. Καθείς κοιμάται ώς έστροσεν, ώς έσπειρε θέριζει. Каждый спит, как он постлал (постель), жнет, как посеял. Mich. Glika. (XII в.) Ср. Wie man sich bettet, so schläft… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Как постелешь, так и поспишь — Какъ постелешь, такъ и поспишь. Ср. Какъ постелешь, бабушка, такъ и выспишься ... В. И. Даль. Братецъ и сестрица. Ср. Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστροσεν, ὡς ἔσπειρε θέριζει. Пер. Каждый спитъ, какъ онъ постлалъ (постель), жнетъ, какъ посѣялъ. Mich.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βουζύγης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γενάρχης του γένους των Βουζυγών, που πρώτος έζεψε βόδια, καλλιέργησε αγρό και έσπειρε σιτάρι. Το άροτρό του, δώρο της Αθηνάς, το αφιέρωσε στον ναό της. * * * Βουζύγης, ο (Α) 1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια 2.… … Dictionary of Greek
άσπορος — η, ο (AM ἄσπορος, ον) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος») 2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους… … Dictionary of Greek
ελένιο — το (Α ἑλένιον) νεοελλ. πολυετές φυτό τής Αμερικής, τής οικογένειας τών συνθέτων αρχ. 1. ονομασία φυτού, κόνυζα 2. βοτάνι το οποίο πίστευαν ότι έσπειρε η Ελένη για να εξοντώσει τα φίδια … Dictionary of Greek
ζιζάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. * * * το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι) άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και… … Dictionary of Greek
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek